Αφγανοί
Κείμενο
Δύο Αφγανοί, που είχαν χαθεί για πολύ καιρό μετά από το «πέρασμά» τους από τον Έβρο, συναντιούνται τυχαία σε κεντρικό… δρόμο της Αθήνας. Ο πρώτος ντυμένος σαν πρίγκιπας, κατεβαίνει απο μια Μερσεντάρα τελευταίο μοντέλο. Ο δεύτερος, κακομοίρης, κρατώντας στα χέρια ένα πακέτο κάλτσες που προσπαθούσε να πουλήσει, λέει στον φίλο του: «Βλέπω καλοπερνάς! Τί δουλειά κάνεις και τα κονομάς;» «Ζητιανεύω στο μετρό» «Μή μου λές. Και βγάζεις τόσα πολλά;» «Σίγουρα. Δοκίμασε το και σύ! Κάθισε κοντά στα εκδοτήρια εισιτηρίων με μια πινακίδα, και θα δείς!» Μετά απο κανα δυό μέρες, ο ταλαίπωρος, ξαναβλέπει τον πλούσιο φίλο του. «Α ρε Ahmed, με δούλεψες» , του λέει. «Σε δυό μέρες, όλα κι όλα μάζεψα 1 ευρώ, άν και στην πινακίδα είχα γράψει: "Είμαι χωρίς δουλειά, η γυναίκα μου είναι άρρωστη και τα τρία παιδιά μου πεινάνε!"» «Μή λές βλακείες» – του απαντά ο Ahmed- «κοίταξε τι μάζεψα εγώ σε δύο ημέρες…» και του ανοίγει μια μεγάλη τσάντα γεμάτη με δεκάευρα. «Δέν είναι δυνατόν» -λέει ο άλλος απορημένος «Τί έγραφες στην πινακίδα?» «Μου λείπουν μόνο 10 Ευρώ για το εισιτήριο να γυρίσω στο Αφγανιστάν» ΣχόλιαΤο χιούμορ που επιδιώκει να πετύχει το κείμενο προκύπτει από την ανατροπή μιας σειράς προσδοκιών σε σχέση με την επαιτεία:
Όλες οι μη αναμενόμενες συνθήκες της ιστορίας περιέχουν παραδοχές με έντονα στοιχεία ρατσισμού και ρητορικής εχθρικής προς τους μετανάστες/πρόσφυγες. Έχοντας ρίζες σε μια υπαρκτή καχυποψία απέναντι στους επαίτες, η ιστορία συνδέει την ανειλικρινή επαιτεία με τους μετανάστες, προτρέποντας ουσιαστικά σε μια εκτεταμένη αμφισβήτηση της προσωπικής ιστορίας του κάθε μετανάστη (βλ. και τα εισαγωγικά στη λέξη "πέρασμα" στην αρχή που παραπέμπουν σε παράνομη είσοδο). Με την αποκάλυψη (ανατροπή) στο τέλος ότι μια μεγάλη μερίδα του κόσμου απέδειξε την έντονη επιθυμία της για τη φυγή των μεταναστών, η ιστορία προσπαθεί να δημιουργήσει την αίσθηση ότι αυτή είναι μια διαδεδομένη στάση. |