Ξένες γλώσσες
Κείμενο
Δυο βλάχοι, ο Μήτσους και ο Κήτσους, ένα απογευματάκι καθότανε σε μια όμορφη τοποθεσία του ορεινού χωριού τους και καμάρωναν τη θέα.. Σε λίγο περνάει από 'κεί ένας τουρίστας. Τους πλησιάζει... - «Ντου γιου σπικ ιγκλις?» τους λέει. Οι βλάχοι κοιτάζονται, σηκώνουν τους ώμους και του λένε: - Τς! - Σπρεχεν ντοιτς? Κοιτάζονται πάλι με απορία.. - Τς! - Παρλε βου φρανσε? - Τς! - Παρλαρε ιταλιανο? - Τς! - Παρλα εσπανιολ? - Τς! Ο τουρίστας απογοητευμένος φεύγει.. Λέει ο Μήτσους: - Ρε συ Κήτσου μπας και πρέπ να μάθουμ καμιά ξεν γλώσσα? - Τι να την κανς την ξεν γλώσσα ρε Μήτσου? - Εμ πως ρε Κήτσου'μ αν ξερς μια ξεν γλώσσα μπορείς να συνεννοηθείς. - Μπα? Γιατί αυτουνος που ήξερε πέντε μπόρεσε να συνεννοηθεί?? |
Σχόλια
Α) Δομικά & Γλωσσικά στοιχεία
Στο συγκεκριμένο αφηγηματικού τύπου ανέκδοτο το χιούμορ προκαλείται από την ατάκα (punch line) του ανεκδότου (Μπα? Γιατί αυτουνος που ήξερε πέντε μπόρεσε να συνεννοηθεί??), η οποία εντοπίζεται στο τέλος του ανεκδότου και συμβάλλει στην επανερμηνεία του.
Β) Πολιτισμικές & Διακειμενικές αναφορές
Στο συγκεκριμένο ανέκδοτο το χιούμορ προκαλείται από τη μη αναμενόμενη συμπεριφορά του Μήτσου, και συγκεκριμένα από την πεποίθησή του ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών δε συμβάλλει στην επικοινωνία με αλλόγλωσσους. Το γεγονός ότι ο επισκέπτης στο χωριό τους δε μπόρεσε να συνεννοηθεί με το Μήτσο και τον Κίτσο, παρόλο που ο ίδιος γνώριζε πέντε ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά και Ισπανικά), τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η γνώση ξένων γλωσσών δεν εγγυάται τη συνεννόηση. Σε αυτό, μάλιστα, διαφωνεί με το φίλο του τον Κίτσο που σκέφτεται ότι θα ήταν καλό να μάθουν κάποια ξένη γλώσσα, για να μπορούν να επικοινωνούν με τους τουρίστες στο χωριό τους. Αυτή θα ήταν η αναμενόμενη συμπεριφορά και για το Μήτσο, που ωστόσο απαξιώνει την αξία της γνώσης ξένων γλωσσών και επιρρρίπτει στον τουρίστα την ευθύνη για την αδυναμία συνεννόησης με τους χωρικούς. Η ανατροπή αυτής της προσδοκίας αποτελεί και την πηγή του χιούμορ στο αφηγηματικό αυτό ανέκδοτο.
Γ) Ιδεολογία & Κριτική ανάγνωση
Διά της ανωτέρω ασυμβατότητας και του χιούμορ που προκύπτει από αυτή στιγματίζονται οι διαλεκτόφωνοι/ες ομιλητές/τριες ως ασύμβατοι/ες, κοινωνικά απροσάρμοστοι/ες και αστείοι/ες λόγω της αδυναμίας τους να επικοινωνήσουν με αλλόγλωσσους χρησιμοποιώντας μία από τις κυρίαρχες και πιο διαδεδομένες ξένες γλώσσες, καθώς και του περιορισμού τους στη δική τους μη πρότυπη ποικιλία και στο δικό τους "ακατάλληλο ύφος" από το οποίο δε φαίνεται να μπορούν να ξεφύγουν. Με αυτόν τον τρόπο, το ανέκδοτο, μέσω του χιούμορ, προωθεί τις κυρίαρχες και πρότυπες ευρωπαϊκές γλώσσες ως τις «μοναδικές σωστές» ποικιλίες, ενισχύει την κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικής και γλωσσικής ομοιογένειας και υπονομεύει τις διαλεκτικές ποικιλίες και τους/τις διαλεκτόφωνους/ες ομιλητές/τριές τους.