Γείτονες

Από Humor Literacy
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επεισόδιο από την τηλεοπτική σειρά Λατρεμένοι μου γείτονες

Κείμενο

Περίσταση: Ο Μπάμπης (Μπ) και η Πελαγία Μουστοξύδη (Πελ) μαζί με τα τρία τους παιδιά, τον Άρη (Α), τον Μιχαλάκη (Μ), πλουτίζουν ξαφνικά και αποφασίζουν να μετακομίσουν σε μια πολυτελή μεζονέτα στον Διόνυσο, μια περιοχή βόρεια της Αθήνας όπου ζουν κυρίως εύπορες οικογένειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι γείτονές τους, τα μέλη της οικογένειας Παπαπαύλου. Ο Βύρων Παπαπαύλου (Β) είναι διάσημος πλαστικός χειρούργος και η σύζυγός του, Μιράντα (Μι) είναι μεγαλοαστή κοσμικογράφος. Η οικογένεια Παπαπαύλου, κατόπιν πρόσκλησης, επισκέπτεται για τσάι την οικογένεια Μουστοξύδη. Στην επίσκεψη αυτή πέρα από τις δύο οικογένειες παρευρίσκονται επίσης η Ζαμπέτα (Ζ), η οποία είναι η μητέρα της Πελαγίας και η Πετρούλα (Π), η οποία είναι φίλη της οικογένειας Μουστοξύδη από τότε που έμεναν στην Νίκαια και πλέον εκτελεί χρέη οικιακής βοηθού στο νέο τους σπίτι.

Σχόλια

Α) Δομικά & Γλωσσικά στοιχεία

Στο συγκεκριμένο τηλεοπτικό απόσπασμα προκαλούν χιούμορ οι γλωσσικές επιλογές της οικογένειας Μουστοξύδη. Ειδικότερα, ως χιουμοριστικά αναπαρίστανται τα ακόλουθα εκφωνήματα της Πελαγίας: «Ouvrez la porte.», «μερσί» και «ντελικασέτεν». Χιούμορ προκαλούν επίσης συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές του Μπάμπη, όπως «Γειτόνισσα, ελάτε ελάτε καθίστε.», «Έτσι, λοιπόν, ό:::πα.», «Πέλη», «Αφού απουσίαζες απ’ την οικία.». Ως χιουμοριστικές προβάλλονται και οι φράσεις της οικιακής βοηθού Πετρούλας: «Το άλλο καλέ.» και «Το ζεύγο::ς Παπαπαύλου μετά των τέκνων τους.» Χιούμορ προκαλούν επίσης τα μεταγλωσσικά σχόλια του Μπάμπη («Τι λες μωρή;»), του Βύρωνος Παπαπαύλου («Ντελικατέσεν.»), της Πελαγίας («Αυτό άι γεια σου. Μα να μη μπορώ να το πω η κακούργα, στραμπουλάω τη γλώσσα μου, ήμαρτον τι λέξη κι αυτή.») και της Ζαμπέτα («Εγώ απορώ γιατί δεν το λένε μπακάλικο.», «Αυτό το ντελικατέσεν, αφού μπακάλικο είναι. Όλα χύμα τα πουλάει, όσπρια, ρύζια, ζάχαρες, με τη σέσουλα τα βάζουν.», «Κατά μία και κατά δύο, δεν το μπορώ αυτό το πράγμα, κάθε τι παλιό που γίνεται της μόδας του δίνουνε και ξένο όνομα.»